- ῥαγίον
- ῥᾱγ-ίον, τό, Dim. of ῥάξ, EM 705.52 (Gaisf. ῥαγί).II a poisonous spider, Philum.Ven.15.1, Aët.13.20; cf. ῥώξ.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ραγίον — τὸ, Α [ῥάξ, ῥαγός] 1. (με υποκορ. σημ.) μικρή ρώγα («ζῷον ἐστὶ μικρόν, ῥαγίῳ σταφυλῆς ὅμοιον», Μέγα Ετυμολογικον) 2. είδος δηλητηριώδους αράχνης … Dictionary of Greek